Καρυδιά, Αμυγδαλιά, Φιστικιά & Λεπτοκαρυά
Καρυδιά
Αμυγδαλιά
Λεπτοκαρυά (Φουντουκιά)
Η καλλιέργεια της λεπτοκαρυάς στην Ελλάδα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και ένα σημαντικό πρόβλημα της καλλιέργειας ήταν η ασθένεια βακτηριακός καρκίνος (Pseudomonas syringae pv. avellanae) που εμφανίστηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως στη Βόρεια Ελλάδα, στο τέλος της δεκαετίας του 1970, και δεν υπήρχε τρόπος αντιμετώπισης. Αποτέλεσμα της βακτηρίωσης ήταν η μειωμένη παραγωγή/στρέμμα και φυσικά η απώλεια εισοδήματος. Επίσης, η είσοδος της καλλιέργειας της ακτινιδιάς στην Πιερία, που αποδείχθηκε πολύ δυναμική, εκτόπισε ολoκληρωτικά την καλλιέργεια της φουντουκιάς από την περιοχή. Oι χαμηλές τιμές πώλησης ήταν επίσης ένας από τους λόγους εγκατάλειψης της καλλιέργειας.
Η καλλιέργεια της λεπτοκαρυάς στην Ελλάδα βασίστηκε στις ποντιακές -και αξιόλογες- ποικιλίες Έξτρα γιαγλί, Σιβρί γιαγλί, Τομπούλ γιαγλί, Παλλάζ και Μπαντέμ, οι οποίες εισήχθησαν κατά την περίοδο 1925-1935 από τους μετανάστες του πόντου.
Εδαφοκλιματικές απαιτήσεις
Η λεπτοκαρυά απαιτεί μαλακούς χειμώνες, δροσερά καλοκαίρια και δεν ανέχεται όψιμους παγετούς. Παραδοσιακά η καλλιέργειά της περιορίζεται σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε νερό (70% παράγεται σε οπωρώνες που γειτνιάζουν με το νότιο τμήμα της Μαύρης θάλασσας στην Τουρκία, 20% σε παραθαλάσσιες περιοχές της Ιταλίας, 7% σε παραθαλάσσιες περιοχές της Ισπανίας, και το υπόλοιπο 3% στις παραθαλάσσιες εκτάσεις του Όργεκον και της Ουάσιγκτον).
Προτιμά κυρίως δροσερές τοποθεσίες με σχετικά ψηλή υγρασία. εάν η θερμοκρασία του χειμώνα πέφτει κάτω από -7 βαθμούς η καλλιέργεια της φουντουκιάς για καρπό είναι αντιοικονομική λόγω καταστροφής των ανθέων. Το δέντρο όμως να αντέξει σε θερμοκρασίες μέχρι και -180C.
Για τη διάσπαση του ληθάργου των οφθαλμών απαιτούνται ένας αριθμός ωρών χαμηλότερες από 70C ο οποίος διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία και το είδος των οφθαλμών (αρσενικά άνθη, 100-1200 ώρες; θηλυκά άνθη, 500-1200 ώρες; βλαστοφόροι οφθαλμοί 600-1200 ώρες).
Βροχόπτωση 800-1000mm/ έτος, καλά κατανεμημένη σε όλη την καλλιεργητική περίοδο είναι ιδανική για μία καλή ανάπτυξη και παραγωγή.
Παραγωγικότητα
Η φουντουκιά αρχίζει να καρποφορεί από το 3ο έτος μετά τη φύτευση, σταδιακά αυξάνει η παραγωγή, και στο 10-12ο έτος το δένδρο μπαίνει στην πλήρη καρποφορία (Πίνακας 1). Η απόδοση επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ποικιλία, οι εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι καλλιεργητικές πρακτικές καθώς και η παρενιαυτοφορία (Βασιλακάκης, 2007). Μέσες αποδόσεις αναφέρονται τα 180-250 κιλά/ στρέμμα (HGANZ, 2011; Silva et al., 2005), αν και αναφέρεται πως μπορεί να επιτευχθούν αποδόσεις μέχρι και 300 κιλά/ στρέμμα (Mehlenbacher SA, 1991).
Παραγωγικότητα
Η φουντουκιά αρχίζει να καρποφορεί από το 3ο έτος μετά τη φύτευση, σταδιακά αυξάνει η παραγωγή, και στο 10-12ο έτος το δένδρο μπαίνει στην πλήρη καρποφορία (Πίνακας 1). Η απόδοση επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ποικιλία, οι εδαφοκλιματικές συνθήκες, οι καλλιεργητικές πρακτικές καθώς και η παρενιαυτοφορία (Βασιλακάκης, 2007). Μέσες αποδόσεις αναφέρονται τα 180-250 κιλά/ στρέμμα (HGANZ, 2011; Silva et al., 2005), αν και αναφέρεται πως μπορεί να επιτευχθούν αποδόσεις μέχρι και 300 κιλά/ στρέμμα (Mehlenbacher SA, 1991).
Πίνακα 1. Μεταβολές στην απόδοση μέχρι την πλήρη παραγωγή (HGANZ, 2011).
Έτος | 5 | 6 | 7 | 8 | 9 | 10 | 11 | 12 |
Κιλά/δένδρο | 0.1 | 0.25 | 0.6 | 1.2 | 2.0 | 2.8 | 2.9 | 3.0 |
Κιλά/στρέμμα | 6 | 15 | 36 | 72 | 120 | 168 | 174 | 180 |
Η μικρή παραγωγή που παρατηρείται τα πρώτα χρόνια αντιμετωπίζεται επιτυχώς με πυκνή φύτευση (Fideghelli and De Salvador, 2009). Μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ έδειξε πως με πυκνή φύτευση τα έξοδα εγκατάστασης αποσβένονται στο 9ο έτος, ενώ με την κανονική φύτευση στο 11ο έτος (Σχήμα 4). Στην πυκνή φύτευση προβλέπεται να απομακρυνθεί το 50% των δένδρων, μετά από 10-15 χρόνια (Fideghelli and De Salvador, 2009).
Σχήμα 4. Κόστος εγκατάστασης και έσοδα σε οπωρώνες φουντουκιάς με κανονική και πυκνή φύτευση (Julian et al., 2008).
Ποικιλίες
Τα χαρακτηριστικά του δένδρου και των καρπών των κυριότερων ποικιλιών λεπτοκαρυάς παρουσιάζονται στον Πίνακα 2. Επίσης, φωτογραφίες και δεδομένα από μορφολογικά, χημικά και γενετικά χαρακτηριστικά από 60 ποικιλίες και αυτόχθονους γενότυπους λεπτοκαρυάς που βρέθηκαν στην Νότια Ευρώπη βρίσκονται σε βάση δεδομένων στην ιστοσελίδα του ερευνητικού προγράμματος SAFENUT http://safenut.casaccia.enea.it/db/
Τα φουντούκια χρησιμοποιούνται κυρίως ως βιομηχανικά (αποφλοιωμένα) τα οποία καταλαμβάνουν το 90-95% της παγκόσμιας αγοράς, και μικρότερη χρήση έχουν τα επιτραπέζια (φουντούκι με κέλυφος, 5-10%). Οι ποικιλίες που είναι κατάλληλες για την μία χρήση συνήθως δεν είναι για την άλλη. Επιθυμητό χαρακτηριστικό για τις ποικιλίες που προορίζονται για πώληση ως αποφλοιωμένα είναι να έχουν καρπό με μικρό-μεσαίο μέγεθος, στρογγυλό σχήμα και τραγανή ψίχα από την οποία το λεπτό περισπέρμιο αποχωρίζεται εύκολα σε ζεστό ξηρό αέρα (Mehlenbacher, 1991). Τα αποφλοιωμένα φουντούκια πωλούνται συνήθως έχοντας λευκανθεί, δηλαδή αφαιρεθεί το λεπτό καφέ περισπέρμιο που περιβάλει την ψίχα. Οι ποικιλίες ‘Extra Ghiaghli’, ‘Negret’, ‘Pauetet’, ‘Tonda di Giffoni’ και ‘Tonda G.d. Langhe’ θεωρούνται ως οι πλέον κατάλληλες για πώληση ως αποφλοιωμένα.
Οι ποικιλίες που προορίζεται για πώληση με το κέλυφος απαιτείται να έχουν κέλυφος μεγάλου μεγέθους, ελκυστικό και χωρίς χνούδι, ενώ η ψίχα να έχει ένα ελάχιστο ποσοστό ινών. Η ποιο κατάλληλη ποικιλία είναι η ‘Ennis’, ενώ οι ‘Barcelona’, San Giovanni’ και ‘Segorbe’ είναι επίσης καλές. Για διπλή χρήση οι ποικιλίες πρέπει να έχουν καλά γεμισμένο το κέλυφος, λεπτό κέλυφος, στρογγυλό σχήμα, λίγα ελαττώματα και μακρά συντηρησιμότητα.
Οι ποικιλίες διαφέρουν αρκετά ως προς τη ζωηρότητα, το σχήμα της κόμης και την τάση να βγάζουν παραφυάδες. Οι Τούρκικες ποικιλίες ‘Extra Giaghli; ‘Badem’, Sivri Giaghli’ και ‘Καρυδάτη’ έχουν μικρή ζωηρότητα και μπορούν εύκολα να συγκομιστούν με τα χέρια και χωρίς σκάλα. Τα ώριμα δένδρα έχουν το μισό μέγεθος από αυτό της ‘Barcelona’.
Αποτελέσματα αξιολόγησης διαφορετικών ποικιλιών λεπτοκαρυάς που έγιναν στο Ινστιτούτο Φυλλοβόλων Δένδρων στο Μακροχώρι τις δεκαετίες του 70’ και 80’ έδειξαν πως οι ‘Tonda di Giffoni’, διακρίθηκε για την παραγωγικότητα του δένδρου και τα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά καρπού και ψίχας, οι ‘Sivri Giaghli’, ‘Tombul Giaghli’ και ‘Palaz’ έχουν πολύ μεγάλη αναλογία ψίχας (54-55%), μεγάλο αριθμό καρπών ανά ομάδα και ψίχα πολύ καλής γεύσης, Οι ‘Barcelona’, ‘Negret’ και ‘Segorbe’ έδωσαν καλές αποδόσεις, καρπό και ψίχα μέτριας ποιότητας που φαίνεται να εξυπηρετούν τις απαιτήσεις της βιομηχανίας ενώ η ‘Extra Giaghli’ και η ‘Tonda G.d. Langhe’ είχαν μικρή παραγωγικότητα (Μάινου, 1979; Μάινου, 1995). Τέλος, η δενδρώδης μορφή ήταν αρκετά κατάλληλη για την ποικιλία ‘Negret’ και γενικά για τις ποικιλίες προέλευσης Ιταλίας και Γαλλίας (Μάινου, 1995).
Πίνακας 2. Περιγραφή κυριότερων ποικιλιών λεπτοκαρυάς (http://safenut.casaccia.enea.it/db/ ; Mehlenbacher, 1991).
Συνώνυμα 1Fertile de Coutard και Castanyera; 2Grossal; 3M. De Bollwiller; 4Imp. De Trebizonde ; 5Tombul; 6Ronde de Piemant; Περιγραφές και βαθμολογίες όπως αναφέρονται στην εργασία Thompson et al. (1978). Απόδοση 1=χαμηλή με 5=πολύ υψηλή; Ωρίμανση 1=πολύ νωρίς με 9= πολύ αργά; Σχήμα 2=στρογγυλό-πεπλατυσμένο, 3=σφαιρικό, 4= σφαιρικό-τρίλοβο, 5, οβάλ; Ίνες ψίχας 1=καθόλου με 4=πολύ; Λεύκανση από 1=εντελώς αφαίρεση με 7=καθόλου αφαίρεση; Ευπάθεια στο άκαρι 1=καθόλου με 5=πολύ ευπαθής; Θηλυκά και αρσενικά χρόνος 1=πολύ νωρίς με 9=πολύ αργά.
Πίνακας 3. Κύριες και επικονιάστριες ποικιλίες λεπτοκαρυάς
*Σε παρένθεση παρατίθενται τα αλληλόμορφα που εκφράζονται στη γύρη (υπογραμμισμένο) και το στίγμα. Όταν ένα αλληλόμορφο που εκφράζεται στη γύρη συναντήσει το ίδιο αλληλόμορφο στον στίγμα, τότε η διασταύρωση είναι ασυμβίβαστη. Δεδομένα από Solar et al. (2005), Erdogan et al. (2005), Koksal (2002) και Mehlenbacher (1997).
Περισσότερα γενικά στοιχεία για την καλλιέργεια της λεπτοκαρυάς μπορείτε να βρείτε στην εργασία «Δρογούδη Π, και Μ. Βασιλακάκης, 2013. Η καλλιέργεια της λεπτοκαρυάς. Γεωργία Κτηνοτροφία 10: 106-117»
Έρευνα στο Τμήμα Φυλλοβόλων Οπωροφόρων Δένδρων για την λεπτοκαρυά
Την δεκαετία του 70 μεγάλος αριθμός ποικιλιών λεπτοκαρυάς, εκ των οποίων πολλές είναι αξιόλογες και καλλιεργούνται ευρέως και σήμερα, είχαν αξιολογηθεί ως προς την απόδοση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του καρπού, στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ημαθίας. Τα αποτελέσματα της πολύ σημαντικής αξιολόγησης είναι καταγεγραμμένα σε σχετικές εργασίες που θα βρείτε παρακάτω.
Τα έτη 2008-200 στα πλαίσια Ευρωπαϊκού προγράμματος SAFENUT πραγματοποιήθηκε τυποποιημένη περιγραφή των μορφολογικών και καρπολογικών χαρακτηριστικών τοπικών γενοτύπων λεπτοκαρυάς. Μοριακοί δείκτες χρησιμοποιήθηκαν για να ξεχωρίσουν συνώνυμες και ομώνυμες ποικιλίες. Μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις λιπιδίων, τοκοφερολών, φαινολικών ουσιών, πρωτεΐνών και ανόργανων στοιχείων στους καρπούς τους.
Δρογούδη Π, και Μ. Βασιλακάκης, Η καλλιέργεια της λεπτοκαρυάς. Γεωργία Κτηνοτροφία 10: 106-117
Bacchetta, L., Aramini, M., Zini, A., Di Giammatteo, V., Spera, D., P. Drogoudi, Rovira, M., A. P. Silva, A. Solar, Botta, R. 2013. Fatty acids and alpha-tocopherol composition in hazelnut (Corylus avellana L.): A chemometric approach to emphasize the quality of European germplasm. Euphytica 191, 57-73.
Botta R., Boccacci P., Aramini M., Bacchetta L., Beltramo C., Cristofori
V., P. Drogoudi, Marra F.P., Metzidakis I., Rovira M., Sarraquigne J.,
Silva A.P., Solar A., Torello Marinoni D. 2011. DNA-typing of
the European hazelnut germplasm within the EU SAFENUT project. Corylus & Co. Anno II “Corilicoltura viterbese: dalla realtà locale alla dinamica europea” Anno II: 58-65.
Avanzato D., A. Vaccaro, L. Bacchetta, C. Tronci, P. Drogoudi, H. Duval, M. Rovira, A.P. Silva, R. Rocias y Company, A. Solar, D. Spera, R. Botta. 2009. Survey on almond and hazelnut festivals in Europe. Eds D. Acanzato and A. Vaccaro. Pages 73.